- ευκάρηνος
- εὐκάρηνος, -ον, ποιητ. τ. ἠϋκάρηνος (Α)αυτός που έχει ωραίο κεφάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -καρηνος (< κάρα «κεφάλι»), πρβλ. ευρυ-κάρηνος, χρυσο-κάρηνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηϋκάρηνος — ἠυκάρηνος, ον (Α) αντί εὐκάρηνος … Dictionary of Greek